Μυκηνίς

Μυκηνίς
Μυκηναῖος
Mycene
fem nom sg
Μυκηνίς
Mycene
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μυκηνίς — μυκηνίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. μυκηναίος …   Dictionary of Greek

  • Μυκηνίδ' — Μυκηνίδα , Μυκηναῖος Mycene fem acc sg Μυκηνίδι , Μυκηναῖος Mycene fem dat sg Μυκηνίδε , Μυκηναῖος Mycene fem nom/voc/acc dual Μυκηνίδα , Μυκηνίς Mycene fem acc sg Μυκηνίδι , Μυκηνίς Mycene fem dat sg Μυκηνίδε , Μυκηνίς Mycene fem nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυκηναίος — α, ο (ΑΜ μυκηναῑος, αία, ον, Α θηλ. και μυκηνίς, ίδος, δωρ. τ. αρσ. ως ουσ. μυκανεύς, έως) [Μυκήναι] 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τις Μυκήνες, μυκηναϊκός («πρὸς ἀλκὴν... Μυκηνίδα», Ευρ.) 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο… …   Dictionary of Greek

  • Μυκηνίδα — Μυκηναῖος Mycene fem acc sg Μυκηνίς Mycene fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μυκηνίδας — Μυκηναῖος Mycene fem acc pl Μυκηνίς Mycene fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μυκηνίδες — Μυκηναῖος Mycene fem nom/voc pl Μυκηνίς Mycene fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”